- σουπιέρα
- η(λ. ιταλ.), βαθύ και μεγάλο πιάτο για το σερβίρισμα της σούπας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουπιέρα — η, Ν βαθύ και ευρύχωρο σκεύος για το σερβίρισμα τής σούπας στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppiera < zuppa «σούπα»] … Dictionary of Greek
ζωμοδόχος — η μαγειρικό σκεύος με το οποίο προσφέρεται ο ζωμός, σουπιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + δοχος < δέχομαι. Η λ. στον τ. ζωμοδόχη μαρτυρείται από το 1891 από τον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] … Dictionary of Greek
σκεπαστός — ή, ό 1. σκεπασμένος: Έβαλε το φαγητό σε μια σκεπαστή σουπιέρα για να μην το λερώσουν μύγες. 2. συγκαλυμμένος, όχι σαφής: Τα είπε σκεπαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)